- ἀποξηρανεῖ
- ἀποξηραίνωdry upfut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)ἀποξηραίνωdry upfut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελαιογραφία — Τεχνική της ζωγραφικής που διαδόθηκε από τον 15o αι. και έχει επικρατήσει έως τη σύγχρονη εποχή. Δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο πότε και πού πρωτοεμφανίστηκε. Ο Βαζάρι αποδίδει την ε. στον Γιαν Βαν Άικ και υποστηρίζει ότι ήταν ο πρώτος ο οποίος… … Dictionary of Greek
πόλντερ — Ολλανδικός όρος που έχει γίνει διεθνής και σημαίνει παράκτια έκταση με χαμηλό υψόμετρο. Πρόκειται γενικά για έδαφος το οποίο η θάλασσα κατακλύζει κατά την πλημμυρίδα ή κατά τις τρικυμίες και στο οποίο ιδιαίτερη επίπτωση έχουν οι ποτάμιες… … Dictionary of Greek
Κράτης — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θηβαίος κυνικός φιλόσοφος (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Υπήρξε ο σπουδαιότερος μαθητής του Διογένη του Σινωπέα. Αφού μοίρασε τα υπάρχοντά του στο Κοινό των Βοιωτών, παντρεύτηκε την Ιππαρχία, νέα με… … Dictionary of Greek